Όταν ακούμε τη λέξη Botox, οι περισσότεροι σκεφτόμαστε αμέσως την εξάλειψη ρυτίδων και την αναζωογόνηση του προσώπου. Όμως τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη δείχνει ότι η βοτουλινική τοξίνη τύπου Α (onabotulinumtoxinA), γνωστή ως Botox, μπορεί να έχει και ψυχιατρικές εφαρμογές. Συγκεκριμένα, ερευνητές μελετούν αν μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία της κατάθλιψης, μιας διαταραχής που επηρεάζει περισσότερα από 280 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως (ΠΟΥ).
Η ιδέα μπορεί να ακούγεται παράδοξη, αλλά βασίζεται σε μια θεωρία με βαθιές ψυχολογικές ρίζες: ότι οι εκφράσεις του προσώπου δεν αντικατοπτρίζουν απλώς τα συναισθήματα μας, αλλά και τις επηρεάζουν.
Η λεγόμενη hypothesis της ανατροφοδότησης της έκφρασης (facial feedback hypothesis) προτείνει ότι οι εκφράσεις μας στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο, ενισχύοντας τα συναισθήματα. Όταν συνοφρυωνόμαστε συχνά, το μήνυμα που λαμβάνει ο εγκέφαλος μπορεί να είναι «είμαι λυπημένος» ή «είμαι θυμωμένος».
Το Botox, μπλοκάροντας προσωρινά την κίνηση συγκεκριμένων μυών στο μεσόφρυο (ανάμεσα στα φρύδια), εμποδίζει αυτή την έκφραση θλίψης ή άγχους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αρνητική ανατροφοδότηση προς τον εγκέφαλο.
Οι πρώτες ενδείξεις ήρθαν το 2006, όταν μια μικρή μελέτη στο Journal of Psychiatric Research έδειξε ότι ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη που έκαναν Botox στο μεσόφρυο παρουσίασαν σαφή βελτίωση στα συμπτώματα σε σχέση με placebo (Wollmer et al., 2006).
Ακολούθησαν και άλλες μελέτες:
Ενδιαφέρον έχει και μια συγκριτική μελέτη που τοποθέτησε το Botox «αντίπαλο» σε ένα κλασικό αντικαταθλιπτικό, τη σερτραλίνη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δύο θεραπείες είχαν θετικό αποτέλεσμα, με το Botox να εμφανίζει ταχύτερη δράση και λιγότερες παρενέργειες (Zhang et al., 2021).
Πέρα από την ψυχολογική θεωρία, η νευροεπιστήμη έχει δώσει επιπλέον στοιχεία. Έρευνα με fMRI έδειξε ότι μετά από θεραπεία με Botox, η δραστηριότητα της αμυγδαλής –του εγκεφαλικού κέντρου που επεξεργάζεται τον φόβο και την αρνητική διάθεση– μειώθηκε σημαντικά. Αυτό δείχνει ότι η δράση του Botox δεν περιορίζεται μόνο στο «πάγωμα» των εκφράσεων, αλλά επηρεάζει και τη λειτουργία του εγκεφάλου (Hennenlotter et al., 2009).
Σε αντίθεση με τα αντικαταθλιπτικά, που μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες παρενέργειες (υπνηλία, αύξηση βάρους, σεξουαλικές δυσλειτουργίες), το Botox έχει συνήθως ήπιες και τοπικές παρενέργειες, όπως προσωρινή πτώση βλεφάρου ή πόνο στο σημείο της ένεσης. Αυτό το καθιστά ελκυστική επιλογή για όσους δεν ανταποκρίνονται ή δεν αντέχουν τα συμβατικά φάρμακα.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί:
Η κατάθλιψη είναι μια πολύπλοκη και συχνά ανθεκτική διαταραχή. Μέχρι και το 30% των ασθενών δεν ανταποκρίνεται σε φάρμακα ή ψυχοθεραπεία (Harvard Health, 2022). Το Botox δεν υπόσχεται να αντικαταστήσει τις καθιερωμένες θεραπείες, αλλά μπορεί να αποτελέσει μια συμπληρωματική λύση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ανθεκτικής κατάθλιψης.
Η έρευνα συνεχίζεται, με μεγαλύτερες και πιο μακροχρόνιες μελέτες σε εξέλιξη. Αν τα αποτελέσματα συνεχίσουν να είναι θετικά, ίσως στο μέλλον δούμε το Botox να καθιερώνεται όχι μόνο στα ιατρεία αισθητικής, αλλά και ως ένα εργαλείο στην ψυχιατρική φαρέτρα.
Το Botox έχει ήδη αποδείξει την αξία του στην ιατρική πέρα από την αισθητική. Από την ημικρανία μέχρι τη σπαστικότητα, η χρήση του έχει απλωθεί σε πολλά πεδία. Σήμερα, η πιθανή δράση του στην κατάθλιψη φανερώνει μια νέα προσέγγιση στη σύνδεση σώματος-νου: οι εκφράσεις μας δεν είναι απλά αντανάκλαση των συναισθημάτων μας, αλλά ίσως και κλειδί στη ρύθμισή τους.
Πηγές